Производительность на греческом языке
Перевод: производительность, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δύναμη, εκτίμηση, κύρος, καθήκον, παραγωγικότητα, παραγωγή, απόδοση, αποτελεσματικότητα, δασμοί, εξουσία, εκτόπισμα, χωρητικότητα, παράσταση, μετατόπιση, επίδοση, εκτέλεση, επιδόσεις
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: производительность
производительность труда, производительность компрессора, производительность труда измеряется, производительность труда формула, производительность труда в россии, производительность словарь иностранных слов греческий, производительность на греческом языке
Переводы
- производимый на греческом языке - δυνάμενος να παραχθή, να παραχθεί, προσκομισθεί, μπορεί να παραχθεί, δύναται να παραχθεί
- производитель на греческом языке - παραγωγός, εκτροφέας, κατασκευαστής, γεννήτρια, κατασκευαστή, κατασκευαστή του, παρασκευαστή
- производительный на греческом языке - αποτελεσματικός, αποδοτικός, παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
- производить на греческом языке - δημιουργώ, εκφωνώ, παράγομαι, δουλειά, υποφέρω, κάνω, εργασία, ...
Случайные слова
Производительность на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δύναμη, εκτίμηση, κύρος, καθήκον, παραγωγικότητα, παραγωγή, απόδοση, αποτελεσματικότητα, δασμοί, εξουσία, εκτόπισμα, χωρητικότητα, παράσταση, μετατόπιση, επίδοση, εκτέλεση, επιδόσεις
Переводы: δύναμη, εκτίμηση, κύρος, καθήκον, παραγωγικότητα, παραγωγή, απόδοση, αποτελεσματικότητα, δασμοί, εξουσία, εκτόπισμα, χωρητικότητα, παράσταση, μετατόπιση, επίδοση, εκτέλεση, επιδόσεις