Промысел на греческом языке
Перевод: промысел, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υπόθεση, δουλειά, εμπόριο, επάγγελμα, επιτήδευμα, σκάφος, δουλειές, επιχείρηση, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: промысел
промысел божий, промысел это, промысел в тайге, промысел рыбы, промысел тюленей, промысел словарь иностранных слов греческий, промысел на греческом языке
Переводы
- промывать на греческом языке - τρίβω, λούζομαι, ξεπλένω, χτενίζω, πλένω, πλύνω, αρδεύω, ...
- промывка на греческом языке - ξεπλένω, νίψιμο, πλύση, πλύσιμο, έξαψη, έκπλυσης, έκπλυση, ...
- промысловый на греческом языке - βιομηχανικός, εμπορικός, διαφήμιση, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, ...
- промыть на греческом языке - ξεπλένω, Ξεπλύνετε, Ξεπλύνετε το, Ξέβγαλμα, Rinse, Εκπλύνετε
Случайные слова
Промысел на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υπόθεση, δουλειά, εμπόριο, επάγγελμα, επιτήδευμα, σκάφος, δουλειές, επιχείρηση, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Переводы: υπόθεση, δουλειά, εμπόριο, επάγγελμα, επιτήδευμα, σκάφος, δουλειές, επιχείρηση, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών