Проникаться на греческом языке
Перевод: проникаться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διανύω, βρίσκομαι, είμαι, είναι διαποτισμένη, να εμποτιστούν, να διακατέχεται, είναι εμποτισμένη, διαποτίζει
Другие языки
Родственные слова: проникаться
проникнуться значение, что значит проникаться, проникаться синонимы, проникаться словарь иностранных слов греческий, проникаться на греческом языке
Переводы
- проникание на греческом языке - διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης
- проникать на греческом языке - παίρνω, διαπερνώ, χτυπώ, έρχομαι, απεργία, αποκτώ, διατρυπώ, ...
- проникающий на греческом языке - διεισδυτικός, διεισδυτική, διεισδύοντας, διείσδυσης, διείσδυση, διεισδύει
- проникновение на греческом языке - αίσθημα, όραμα, διείσδυση, συναίσθημα, όραση, διείσδυσης, τη διείσδυση, ...
Случайные слова
Проникаться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διανύω, βρίσκομαι, είμαι, είναι διαποτισμένη, να εμποτιστούν, να διακατέχεται, είναι εμποτισμένη, διαποτίζει
Переводы: διανύω, βρίσκομαι, είμαι, είναι διαποτισμένη, να εμποτιστούν, να διακατέχεται, είναι εμποτισμένη, διαποτίζει