Проницательный на греческом языке
Перевод: проницательный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καπάτσος, οξύς, τετραπέρατος, διεισδυτικός, διαπεραστικός, διορατικός, εκλεπτυσμένος, ενδιαφερόμενος, ευφυής, έξυπνος, λεπτός, οξυδερκής, φίνος, πανέξυπνος, έντονος, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρός, πονηρή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: проницательный
проницательный взгляд, проницательный синонимы, проницательный читатель чернышевский, проницательный что значит, проницательный вики, проницательный словарь иностранных слов греческий, проницательный на греческом языке
Переводы
- проницаемый на греческом языке - διαφανής, διαπερατός, διαπερατό, διαπερατό από, περατό, διαπερατού
- проницательность на греческом языке - διακρίσεις, διείσδυση, αγχίνοια, οξύνοια, καπατσοσύνη, διορατικότητα, όραση, ...
- проносить на греческом языке - κουβαλώ, περνώ, μεταφέρω, κυκλοφορώ, στενά, πέρασμα, μεταφέρουν, ...
- проноситься на греческом языке - κυκλοφορώ, πέρασμα, μύγα, στενά, περνώ, πετώ, γλίστρημα, ...
Случайные слова
Проницательный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καπάτσος, οξύς, τετραπέρατος, διεισδυτικός, διαπεραστικός, διορατικός, εκλεπτυσμένος, ενδιαφερόμενος, ευφυής, έξυπνος, λεπτός, οξυδερκής, φίνος, πανέξυπνος, έντονος, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρός, πονηρή
Переводы: καπάτσος, οξύς, τετραπέρατος, διεισδυτικός, διαπεραστικός, διορατικός, εκλεπτυσμένος, ενδιαφερόμενος, ευφυής, έξυπνος, λεπτός, οξυδερκής, φίνος, πανέξυπνος, έντονος, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρός, πονηρή