Просрочивать на греческом языке
Перевод: просрочивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καθυστέρηση, μένω πέραν του δέοντος, υπέρβαση του χρόνου διαμονής, υπερβάσεων, παρατείνουν την παραμονή, παράταση της εγκεκριμένης διαμονής
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: просрочивать
просрочивать или просрочивать, просрочивать просрочивать, просрочивать ударение, просрочивать словарь иностранных слов греческий, просрочивать на греческом языке
Переводы
- проспорить на греческом языке - χάνω, διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, διαφωνώ, να χάσει, χάνουν, χάσει, ...
- просроченный на греческом языке - υποστηρίζω, μπαγιάτικος, πλάτη, ενισχύω, εξαιρετικός, ληξιπρόθεσμες, καθυστερούμενες, ...
- просрочка на греческом языке - καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
- проставить на греческом языке - τοποθετώ, κρατίδιο, εισέρχομαι, κράτος, βάζω, μπαίνω, έβαλε κάτω, ...
Случайные слова
Просрочивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καθυστέρηση, μένω πέραν του δέοντος, υπέρβαση του χρόνου διαμονής, υπερβάσεων, παρατείνουν την παραμονή, παράταση της εγκεκριμένης διαμονής
Переводы: καθυστέρηση, μένω πέραν του δέοντος, υπέρβαση του χρόνου διαμονής, υπερβάσεων, παρατείνουν την παραμονή, παράταση της εγκεκριμένης διαμονής