Противиться на греческом языке
Перевод: противиться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εναντιώνομαι, αντικείμενο, αντιτείνω, αντιτίθεμαι, θυρίδα, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: противиться
противиться судьбе, противиться wiktionary, противиться словарь, противиться викисловарь, противиться синонимы, противиться словарь иностранных слов греческий, противиться на греческом языке
Переводы
- противень на греческом языке - φύλλο, σεντόνι, κομμάτι, στρώμα, γράμμα, τηγάνι, ταψί, ...
- противительный на греческом языке - εναντιωματικός, αντιθετικών, αντιθετικές, αντιθετικά, αντιθετικό
- противник на греческом языке - διαγωνιζόμενος, αντίθεση, επιτιθέμενος, εχθρός, αντιπολίτευση, αντίπαλος, αντίπαλο, ...
- противно на греческом языке - αηδιαστικός, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά
Случайные слова
Противиться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εναντιώνομαι, αντικείμενο, αντιτείνω, αντιτίθεμαι, θυρίδα, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Переводы: εναντιώνομαι, αντικείμενο, αντιτείνω, αντιτίθεμαι, θυρίδα, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί