Противоречить на греческом языке
Перевод: противоречить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αντιφάσκω, θυρίδα, αντιτείνω, αντικείμενο, αντιλέγω, διαψεύδω, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: противоречить
противоречить синонимы, противоречить себе, противоречить антоним, противоречить на украинском, противоречить англ, противоречить словарь иностранных слов греческий, противоречить на греческом языке
Переводы
- противоречивый на греческом языке - ταλαντευόμενος, ειρωνικός, στραβός, αμφισβητήσιμος, επίμαχος, αμφιλεγόμενος, αντιφατικός, ...
- противоречие на греческом языке - ανακολουθία, αντίφαση, κλαγγή, βούλα, σύγκρουση, αντίθεση, ασυνέπεια, ...
- противостояние на греческом языке - αντιπολίτευση, αντίθεση, αντιπολίτευσης, ανακοπής, της αντιπολίτευσης
- противостоять на греческом языке - θυρίδα, αντιμετωπίζω, αντικρίζω, λάκκος, ορυχείο, μετρητής, μετρητή, ...
Случайные слова
Противоречить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αντιφάσκω, θυρίδα, αντιτείνω, αντικείμενο, αντιλέγω, διαψεύδω, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
Переводы: αντιφάσκω, θυρίδα, αντιτείνω, αντικείμενο, αντιλέγω, διαψεύδω, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις