Путевка на греческом языке
Перевод: путевка, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
στενά, τόπος, κυκλοφορώ, επιτρέπω, πέρασμα, μέρος, τοποθετώ, άδεια, περνώ, ταξιδάκι, πεδικλώνω, άδειας, αδείας, επιτρέπουν, τίτλου
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: путевка
путевка в тайланд, путевка в артек, путевка в египет, путевка в крым, путевка в дубай, путевка словарь иностранных слов греческий, путевка на греческом языке
Переводы
- путать на греческом языке - κουβάρι, μπάλα, μπερδεμένος, συγκεχυμένος, ταραγμένος, σύγχυση, συγχέεται
- путаться на греческом языке - παραπαίω, παραδέρνω, πλευρονήκτης, χωματίδα, καλκάνι, αφορά τη χωματίδα, τη χωματίδα
- путеводитель на греческом языке - ξεναγώ, ξεναγός, καθοδηγώ, οδηγός, δρομολόγιο, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, ...
- путеводный на греческом языке - ηγετικός, κορυφαίος, κατευθυντήριες, καθοδήγηση, καθοδήγησης, κατευθυντήρια, καθοδηγεί
Случайные слова
Путевка на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: στενά, τόπος, κυκλοφορώ, επιτρέπω, πέρασμα, μέρος, τοποθετώ, άδεια, περνώ, ταξιδάκι, πεδικλώνω, άδειας, αδείας, επιτρέπουν, τίτλου
Переводы: στενά, τόπος, κυκλοφορώ, επιτρέπω, πέρασμα, μέρος, τοποθετώ, άδεια, περνώ, ταξιδάκι, πεδικλώνω, άδειας, αδείας, επιτρέπουν, τίτλου