Разваливать на греческом языке
Перевод: разваливать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σπάζω, τράβηγμα, αντεπίθεση, τραβώ, διάλειμμα, διάλλειμα, αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: разваливать
разваливать словарь иностранных слов греческий, разваливать на греческом языке
Переводы
- разбушеваться на греческом языке - παίρνω, αποκτώ, οργή, οργής, την οργή, η οργή, μανία
- развал на греческом языке - σαπίζω, παρακμάζω, φθορά, ρήξη, παρακμή, σωριάζομαι, καταρρέω, ...
- разваливаться на греческом языке - σωριάζομαι, καταρρέω, κατεπειρώ
- разваливающийся на греческом языке - τρελούτσικος, τρελός, ετοιμόρροπος, ετοιμόρροπο, ετοιμόρροπες, ετοιμόρροπη, ετοιμόρροπα
Случайные слова
Разваливать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σπάζω, τράβηγμα, αντεπίθεση, τραβώ, διάλειμμα, διάλλειμα, αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω
Переводы: σπάζω, τράβηγμα, αντεπίθεση, τραβώ, διάλειμμα, διάλλειμα, αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω