Разводить на греческом языке
Перевод: разводить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
γεννοβολώ, ανατρέφω, ράτσα, πολλαπλασιάζω, αναπαράγω, πισινός, όρος, αραιώνω, ανεβαίνω, διασπείρω, διασώζω, παίρνω, αυξάνομαι, συντηρώ, βουνό, διατηρώ, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: разводить
разводить перепелов, разводить полемику, разводить протеин в молоке, разводить червей бизнес, разводить кроликов, разводить словарь иностранных слов греческий, разводить на греческом языке
Переводы
- развлечь на греческом языке - διασκεδάζω, φιλοξενώ, ψυχαγωγώ, ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, ...
- развод на греческом языке - απάρνηση, διαζύγιο, αναπαραγωγή, ανάγλυφος, διαχωρισμός, ανακούφιση, αρωγή, ...
- разводиться на греческом языке - ιδιαίτερος, χωριστός, χωρίζω, διαζύγιο, ξεχωριστός, διαζυγίου, το διαζύγιο, ...
- разводка на греческом языке - χωρισμός, διαχωρισμός, διευθέτηση, συμφωνία, διάταξη, ρύθμιση, ρύθμισης
Случайные слова
Разводить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: γεννοβολώ, ανατρέφω, ράτσα, πολλαπλασιάζω, αναπαράγω, πισινός, όρος, αραιώνω, ανεβαίνω, διασπείρω, διασώζω, παίρνω, αυξάνομαι, συντηρώ, βουνό, διατηρώ, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Переводы: γεννοβολώ, ανατρέφω, ράτσα, πολλαπλασιάζω, αναπαράγω, πισινός, όρος, αραιώνω, ανεβαίνω, διασπείρω, διασώζω, παίρνω, αυξάνομαι, συντηρώ, βουνό, διατηρώ, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής