Развязывать на греческом языке
Перевод: развязывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ξεκουμπώνω, χαλαρώνω, λύνω, μολάρω, αποδεσμεύω, αποδέσμευση, αποδέσμευση της, λύσει, αποσύνδεση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: развязывать
развязывать галстук, развязывать себе руки, развязывать узел во сне, развязывать руки, развязывать узлы во сне, развязывать словарь иностранных слов греческий, развязывать на греческом языке
Переводы
- развязный на греческом языке - μπρος, μπροστινός, αυθάδης, θρασύς, εμπρός, αναιδής, αναιδή, ...
- развязывание на греческом языке - αποσύνδεση, αποσύνδεσης, την αποσύνδεση, αποσύνδεση της, της αποσύνδεσης
- развёрстка на греческом языке - εκτίμηση, κλήρος, του πλεονάσματος, του πλεονάσματος του ισοζυγίου, του πλεονάσματος του, της πλεονασματικής, του πλεονάσματος που
- развёртка на греческом языке - Σύστημα ανίχνευσης, σάρωση του συστήματός, Scanning System, σάρωσης Σύστημα, τη σάρωση του συστήματός
Случайные слова
Развязывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ξεκουμπώνω, χαλαρώνω, λύνω, μολάρω, αποδεσμεύω, αποδέσμευση, αποδέσμευση της, λύσει, αποσύνδεση
Переводы: ξεκουμπώνω, χαλαρώνω, λύνω, μολάρω, αποδεσμεύω, αποδέσμευση, αποδέσμευση της, λύσει, αποσύνδεση