Разноречивый на греческом языке
Перевод: разноречивый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αντιφατικός, αμφιλεγόμενος, επίμαχος, αμφισβητήσιμος, αντιφατικές, αντιφατική, αντιφατικό, αντιφατικά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: разноречивый
разноречивый значение, красноречивый синоним, разноречивый словарь иностранных слов греческий, разноречивый на греческом языке
Переводы
- разнообразный на греческом языке - διαφορετικός, διάφορα, πολλαπλός, διάφορος, πολυειδής, ποικίλος, ποικίλες, ...
- разнорабочий на греческом языке - στρατηγός, γενικός, γενική, γενικές, γενικό, γενικά, γενικού
- разнородность на греческом языке - ποικιλία, ανομοιογένεια, ετερογένεια, ετερογένειας, η ετερογένεια, ανομοιογένειας
- разнородный на греческом языке - ανακατεμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, ασύδοτος, promiscuous
Случайные слова
Разноречивый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αντιφατικός, αμφιλεγόμενος, επίμαχος, αμφισβητήσιμος, αντιφατικές, αντιφατική, αντιφατικό, αντιφατικά
Переводы: αντιφατικός, αμφιλεγόμενος, επίμαχος, αμφισβητήσιμος, αντιφατικές, αντιφατική, αντιφατικό, αντιφατικά