Разубедиться на греческом языке
Перевод: разубедиться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διαπιστώνω, εξακριβώνω, μεταπείσει, αποτρέψει, αποτρέψουν, να αποτρέψει, αποθαρρύνει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: разубедиться
разубедиться словарь иностранных слов греческий, разубедиться на греческом языке
Переводы
- разряжать на греческом языке - κατάστρωμα, αδειάζω, ξεφορτώνω, εκκένωση, απαλλαγή, την απαλλαγή, εκκένωσης, ...
- разубедить на греческом языке - πείθω, διαβεβαιώνω, προκαλώ, βεβαιώνω, μεταπείσει, αποτρέψει, αποτρέψουν, ...
- разубеждать на греческом языке - επιχειρηματολογώ, μεταπείθω, διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, πείθω, διαπληκτίζομαι, προκαλώ, ...
- разубеждающий на греческом языке - αποτρεπτικές, αποτρεπτικό, αποτρεπτικών, αποτρεπτικά, αποτρεπτική
Случайные слова
Разубедиться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διαπιστώνω, εξακριβώνω, μεταπείσει, αποτρέψει, αποτρέψουν, να αποτρέψει, αποθαρρύνει
Переводы: διαπιστώνω, εξακριβώνω, μεταπείσει, αποτρέψει, αποτρέψουν, να αποτρέψει, αποθαρρύνει