Располагать на греческом языке
Перевод: располагать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τοποθεσία, στεγάζω, βάθρο, εντοπίζω, ευτελής, έχε, κανονίζω, κλυδωνίζομαι, κατέχω, δοκάρι, εξυπηρετώ, ταχυδρομώ, καθορισμένος, τακτοποιώ, θέση, τοποθετώ, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: располагать
располагать информацией, располагать к себе, располагать к себе людей, располагать синоним, располагать к себе по английски, располагать словарь иностранных слов греческий, располагать на греческом языке
Переводы
- распознание на греческом языке - αναγνώριση, αναγνώρισης, την αναγνώριση, αναγνωρίσεως, η αναγνώριση
- распознать на греческом языке - διηγούμαι, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, λέω, αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, ...
- располагаться на греческом языке - διανύω, είμαι, ευτελής, βρίσκομαι, βάθρο, εγκατασταθούν, διευθέτηση, ...
- располагающий на греческом языке - ελκυστικός, χαριτωμένος, όμορφος, γραφικός, συμπαθητικός, ευπαρουσίαστος, παράξενος, ...
Случайные слова
Располагать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τοποθεσία, στεγάζω, βάθρο, εντοπίζω, ευτελής, έχε, κανονίζω, κλυδωνίζομαι, κατέχω, δοκάρι, εξυπηρετώ, ταχυδρομώ, καθορισμένος, τακτοποιώ, θέση, τοποθετώ, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό
Переводы: τοποθεσία, στεγάζω, βάθρο, εντοπίζω, ευτελής, έχε, κανονίζω, κλυδωνίζομαι, κατέχω, δοκάρι, εξυπηρετώ, ταχυδρομώ, καθορισμένος, τακτοποιώ, θέση, τοποθετώ, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό