Растить на греческом языке
Перевод: растить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τρένο, ανατρέφω, σηκώνω, πισινός, αυξάνομαι, υψώνω, μεγαλώνω, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, αναστηλώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: растить
вырастить ребенка, отрастить волосы, растить грибы легко, растить растить, растить ращу, растить словарь иностранных слов греческий, растить на греческом языке
Переводы
- растительность на греческом языке - πρασινάδα, χλωρίδα, βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
- растительный на греческом языке - λουλουδένιος, πράσινος, λουλουδάτος, λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, ...
- растление на греческом языке - κράμβη, εκμαυλισμός, βιασμός, μόλυνση, βεβήλωση, μίασμα, μόλυσμα, ...
- растленный на греческом языке - ξεμαυλίζω, διαφθείρω, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, μόλυνση, βεβήλωση, μίασμα, ...
Случайные слова
Растить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τρένο, ανατρέφω, σηκώνω, πισινός, αυξάνομαι, υψώνω, μεγαλώνω, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, αναστηλώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Переводы: τρένο, ανατρέφω, σηκώνω, πισινός, αυξάνομαι, υψώνω, μεγαλώνω, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, αναστηλώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση