Расторгнуть на греческом языке
Перевод: расторгнуть, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σκίζω, σχίζω, διάλλειμα, διάλειμμα, ξεκουμπώνω, σπάζω, καταστρέφω, αντεπίθεση, δάκρυ, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: расторгнуть
расторгнуть договор дарения, расторгнуть договор страхования жизни, расторгнуть договор аренды, расторгнуть трудовой договор, расторгнуть договор купли продажи, расторгнуть словарь иностранных слов греческий, расторгнуть на греческом языке
Переводы
- растопырить на греческом языке - απλώνω, φουντώνω, διαδίδω, επέκταση, ευρεία εξάπλωση, ευρεία διάδοση, διαδίδονται ευρέως, ...
- расторгать на греческом языке - καταργώ, δάκρυ, σπάζω, διάλειμμα, διαλύω, αντεπίθεση, ακυρώνω, ...
- расторжение на греческом языке - ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
- расторжимость на греческом языке - μετακλητός, ανακλητός, ανακλητή, ανακλητά, ανακλητό
Случайные слова
Расторгнуть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σκίζω, σχίζω, διάλλειμα, διάλειμμα, ξεκουμπώνω, σπάζω, καταστρέφω, αντεπίθεση, δάκρυ, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Переводы: σκίζω, σχίζω, διάλλειμα, διάλειμμα, ξεκουμπώνω, σπάζω, καταστρέφω, αντεπίθεση, δάκρυ, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε