Расточать на греческом языке
Перевод: расточать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διασπείρω, διασκορπίζω, κατασπαταλώ, καταδαπανώ, χάνω, διασπαθίζω, καταναλώνω, απόβλητα, σκορπίζω, λύμα, σπατάλη, σπαταλώ, διασκορπίζομαι, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: расточать
расточать вики, расточать комплименты, расточать синоним, расточать это, расточать значение, расточать словарь иностранных слов греческий, расточать на греческом языке
Переводы
- расторопность на греческом языке - αποτελεσματικότητα, ελαφρότητα, φωτεινότητα, ελαφρότητας, φωτεινότητας, την ελαφρότητα
- расторопный на греческом языке - ωθώ, αποτελεσματικός, υποκινώ, επιδέξιος, γοργός, αποδοτικός, σβέλτος, ...
- расточение на греческом языке - διάλυση, διάχυση, απαγωγή, διάχυσης, απαγωγή της
- расточитель на греческом языке - σπάταλος, waster, χάνει τον, σπάταλος του, που χάνει
Случайные слова
Расточать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διασπείρω, διασκορπίζω, κατασπαταλώ, καταδαπανώ, χάνω, διασπαθίζω, καταναλώνω, απόβλητα, σκορπίζω, λύμα, σπατάλη, σπαταλώ, διασκορπίζομαι, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Переводы: διασπείρω, διασκορπίζω, κατασπαταλώ, καταδαπανώ, χάνω, διασπαθίζω, καταναλώνω, απόβλητα, σκορπίζω, λύμα, σπατάλη, σπαταλώ, διασκορπίζομαι, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα