Расход на греческом языке
Перевод: расход, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φθίση, κατανάλωση, έξοδα, κατηγορία, δαπάνες, φροντίδα, δαπάνη, στραγγίζω, οχετός, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: расход
расход топлива камаз, расход калорий, расход топлива, расход грунтовки, расход электроэнергии, расход словарь иностранных слов греческий, расход на греческом языке
Переводы
- расхлябанность на греческом языке - ευμεταβλησία, χαλαρότητα, χαλάρωση, χαλαρότητας, ολιγωρία, ολιγωρίας
- расхлябанный на греческом языке - ξεχαρβαλωμένος, λυτός, μπόσικος, λάσκος, χαλαρός, ελαστικός, ασταθής, ...
- расходится на греческом языке - αποκλίνει, διαφέρει, διακλαδώσεως διαχωρίζεται
- расходиться на греческом языке - αρχίζω, ξεκίνημα, διασκορπίζω, αναστέλλω, σπάζω, απολύω, ξεκινώ, ...
Случайные слова
Расход на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φθίση, κατανάλωση, έξοδα, κατηγορία, δαπάνες, φροντίδα, δαπάνη, στραγγίζω, οχετός, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Переводы: φθίση, κατανάλωση, έξοδα, κατηγορία, δαπάνες, φροντίδα, δαπάνη, στραγγίζω, οχετός, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από