Расхолаживающий на греческом языке
Перевод: расхолаживающий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καταψύχω, παγερός, ανατριχίλα, ρίγος, αποθάρρυνση, αποθαρρύνοντας, αποθαρρυντικά, αποθάρρυνση της, την αποθάρρυνση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: расхолаживающий
расхолаживающих колодец, расхолаживающий словарь иностранных слов греческий, расхолаживающий на греческом языке
Переводы
- расхожий на греческом языке - λαϊκός, δημοφιλής, στην καθημερινή, στις καθημερινές, σε καθημερινές, της καθημερινής, στην καθημερινότητά
- расхолаживать на греческом языке - αποθαρρύνω, αποθαρρύνουν, να αποθαρρύνει, να αποθαρρύνουν, την αποθάρρυνση, αποθαρρύνουν την
- расхохотаться на греческом языке - ξέσπασμα, ξεσπώ, σκάσει, έσκασε, έκρηξη, ξέσπασε, ριπής
- расцарапать на греческом языке - ξύνω, αμυχή, γρατσουνιά, γρατσουνίζω, γδαρμένο, γρατσουνιστεί, γρατσουνιές, ...
Случайные слова
Расхолаживающий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καταψύχω, παγερός, ανατριχίλα, ρίγος, αποθάρρυνση, αποθαρρύνοντας, αποθαρρυντικά, αποθάρρυνση της, την αποθάρρυνση
Переводы: καταψύχω, παγερός, ανατριχίλα, ρίγος, αποθάρρυνση, αποθαρρύνοντας, αποθαρρυντικά, αποθάρρυνση της, την αποθάρρυνση