Расширить на греческом языке
Перевод: расширить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διαστέλλω, διευρύνω, φουσκώνω, πλαταίνω, ενισχύω, επεκτείνω, φαρδαίνω, μεγεθύνω, να επεκτείνουν την, παρατείνει την, παραταθεί η, επεκτείνουν την, παρατείνουν τη
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: расширить
расширить том windows 8, расширить кругозор, расширить сознание, расширить грудную клетку, расширить экран windows 7, расширить словарь иностранных слов греческий, расширить на греческом языке
Переводы
- расширитель на греческом языке - διαστολέα, επέκτασης, διαστολής, expander, εκτόνωσης
- расширительный на греческом языке - επεκτατικός, ευρύς, φαρδύς, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ...
- расширяемость на греческом языке - επεκτασιμότητα, εκτασιμότητας, εκτατότητος, εκτασιμότητα, εκτατότητα
- расширяемый на греческом языке - ανοιχτός, ανοικτός, ανοίγω, εγκαινιάζω, επέκτασης, δυνατότητα επέκτασης, επεκτάσιμο, ...
Случайные слова
Расширить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διαστέλλω, διευρύνω, φουσκώνω, πλαταίνω, ενισχύω, επεκτείνω, φαρδαίνω, μεγεθύνω, να επεκτείνουν την, παρατείνει την, παραταθεί η, επεκτείνουν την, παρατείνουν τη
Переводы: διαστέλλω, διευρύνω, φουσκώνω, πλαταίνω, ενισχύω, επεκτείνω, φαρδαίνω, μεγεθύνω, να επεκτείνουν την, παρατείνει την, παραταθεί η, επεκτείνουν την, παρατείνουν τη