Ретироваться на греческом языке
Перевод: ретироваться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κρησφύγετο, υπαναχωρώ., αποσύρομαι, υποχωρώ, αποσύρω, ησυχαστήριο, υπαναχωρώ, οπισθοδρομώ, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: ретироваться
ретироваться значение слова, ретироваться толковый словарь, ретироваться викисловарь, ретироваться синоним, ретироваться словарь, ретироваться словарь иностранных слов греческий, ретироваться на греческом языке
Переводы
- ретивость на греческом языке - θάρρος, ζήλος, θέρμη, κουράγιο, το θάρρος, σθένος, το σθένος
- ретивый на греческом языке - περήφανος, φλογερός, καμαρωτός, ψυχωμένος, γενναίος, ψυχωμένες, εύψυχος
- реторта на греческом языке - καζάνι, καυστήρας, ανταπαντώ, αντίλογος, αποστακτήρας, αποστακτήρα, αποστακτήρος, ...
- ретранслировать на греческом языке - σκυταλοδρομία, εκπέμπω πάλι ραδιοφωνικώς, ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση, επανεκπομπή, την επανεκπομπή, ραδιοτηλεοπτικής αναμετάδοσης
Случайные слова
Ретироваться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κρησφύγετο, υπαναχωρώ., αποσύρομαι, υποχωρώ, αποσύρω, ησυχαστήριο, υπαναχωρώ, οπισθοδρομώ, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
Переводы: κρησφύγετο, υπαναχωρώ., αποσύρομαι, υποχωρώ, αποσύρω, ησυχαστήριο, υπαναχωρώ, οπισθοδρομώ, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν