Рецидивный на греческом языке
Перевод: рецидивный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενο, υποτροπιάζουσα, επαναλαμβανόμενα
Другие языки
Родственные слова: рецидивный
рецидивный сифилис, рецидивный бронхит, рецидивный панкреатит, рецидивный артрит, рецидивный генитальный герпес, рецидивный словарь иностранных слов греческий, рецидивный на греческом языке
Переводы
- рецидивировать на греческом языке - ξανασυμβαίνω, επαναληφθεί, επαναληφθούν, να επαναληφθεί, επαναλαμβάνονται, επαναλαμβάνεται
- рецидивист на греческом языке - παλαιός, γέρος, γέρικος, εγκληματίας, υπότροπος, υποτροπικό, υποτροπή
- речевой на греческом языке - γλωσσικός, ομιλία, ομιλίας, λόγου, την ομιλία, λόγο
- речение на греческом языке - έκφραση, γνωμικό, ρήση, παροιμία, διατυπώνω, φράση, άρθρωση, ...
Случайные слова
Рецидивный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενο, υποτροπιάζουσα, επαναλαμβανόμενα
Переводы: επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενο, υποτροπιάζουσα, επαναλαμβανόμενα