Решительный на греческом языке
Перевод: решительный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εύσωμος, σαρωτικός, θαρραλέος, τετράγωνο, γερός, πλατεία, δυνατός, παχουλός, εταιρία, αποκαλυπτικός, μοιραίος, ρωμαλέος, εδραίος, αποφασισμένος, σταθερός, δραστικός, αποφασιστικός, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: решительный
решительный музей, решительный домостроитель, решительный корень, решительный вечер, решительный человек, решительный словарь иностранных слов греческий, решительный на греческом языке
Переводы
- решительно на греческом языке - ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
- решительность на греческом языке - αποφασιστικότητα, απόφαση, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- решить на греческом языке - συμπεραίνομαι, καταλήγω, διευθετώ, καθορίζω, κανονίζω, τελειώνω, προσδιορίζω, ...
- решиться на греческом языке - προσποιούμαι, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Случайные слова
Решительный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εύσωμος, σαρωτικός, θαρραλέος, τετράγωνο, γερός, πλατεία, δυνατός, παχουλός, εταιρία, αποκαλυπτικός, μοιραίος, ρωμαλέος, εδραίος, αποφασισμένος, σταθερός, δραστικός, αποφασιστικός, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές
Переводы: εύσωμος, σαρωτικός, θαρραλέος, τετράγωνο, γερός, πλατεία, δυνατός, παχουλός, εταιρία, αποκαλυπτικός, μοιραίος, ρωμαλέος, εδραίος, αποφασισμένος, σταθερός, δραστικός, αποφασιστικός, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές