Рукоятка на греческом языке

Перевод: рукоятка, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φρενάρω, χειρίζομαι, στέλεχος, συλλαμβάνω, απόθεμα, γκρίνια, παρακρατώ, χέρι, γκρινιάζω, μίσχος, στείρα, τροχοπεδώ, σφίγγω, μεταχειρίζομαι, άξονας, πιάνω, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Рукоятка на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: рукоятка

рукоятка кпп, рукоятка ножа, рукоятка шпаги, рукоятка топора, рукоятка у сохи, рукоятка словарь иностранных слов греческий, рукоятка на греческом языке

Переводы

  • рукоплескать на греческом языке - κροτώ, πιτσιλίζω, χαϊδεύω, επευφημώ, κράζω, καμποτίνος, πλατσουρίζω, ...
  • рукопожатие на греческом языке - χειραψία, χειραψίας, αναγνώρισης, χειραψία που
  • рукоять на греческом языке - μίλησα, κράτημα, χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, λαβή, πιάνω, ...
  • рулада на греческом языке - ρουλάδα, Roulade, ρολό, ρολό με, είδος φαγητού με κρέας συνεστραμμένον
Случайные слова
Рукоятка на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φρενάρω, χειρίζομαι, στέλεχος, συλλαμβάνω, απόθεμα, γκρίνια, παρακρατώ, χέρι, γκρινιάζω, μίσχος, στείρα, τροχοπεδώ, σφίγγω, μεταχειρίζομαι, άξονας, πιάνω, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται