Рядовой на греческом языке
Перевод: рядовой, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φαντάρος, ιδιαίτερος, συνηθισμένος, μέσος, κοινός, ιδιωτικός, στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: рядовой
рядовой райан, рядовой сычев, рядовой снежок, рядовой дарин, рядовой запаса, рядовой словарь иностранных слов греческий, рядовой на греческом языке
Переводы
- ряд на греческом языке - καβγάς, λιμάρω, φάσμα, διάταξη, τσαμπί, τοποθετώ, βαθμίδα, ...
- рядность на греческом языке - λωρίδα, δρομάκι, πάροδος, Σειρές, Γραμμές, γραμμών, Οι σειρές, ...
- рядок на греческом языке - χτενίζω, χτένα, σειρά, Row, σειράς, Η σειρά, γραμμής
- рядом на греческом языке - κοντά, δίπλα, επόμενος, μετά, επόμενη, επόμενο, επόμενου
Случайные слова
Рядовой на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φαντάρος, ιδιαίτερος, συνηθισμένος, μέσος, κοινός, ιδιωτικός, στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που
Переводы: φαντάρος, ιδιαίτερος, συνηθισμένος, μέσος, κοινός, ιδιωτικός, στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που