Свежий на греческом языке
Перевод: свежий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
χαρωπός, γλυκός, πρόσφατος, νωπός, ξηρός, φρέσκος, ζεστός, καραμέλα, ζωντανός, δροσερός, τραγανιστός, καινούριος, τσουχτερός, νέος, κεφάτος, φρέσκο, φρέσκα, νωπά, νωπών, νωπού
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: свежий
свежий синоним, свежий ветер, свежий рис шао-тень, свежий взгляд, свежий воздух, свежий словарь иностранных слов греческий, свежий на греческом языке
Переводы
- свежесть на греческом языке - πρωτοτυπία, δροσερός, γλυκύτητα, φρεσκάδα, δρόσος, φρεσκάδας, τη φρεσκάδα, ...
- свежеть на греческом языке - γίνομαι, αρμόζω, φρεσκάρω, ανανεώνω, δροσίζομαι, φρεσκάρετε, δροσιστείτε, ...
- свежо на греческом языке - πρόσφατα, φρέσκο, φρέσκα, φρεσκοτριμμένο, προσφάτως
- свезти на греческом языке - παίρνω, συγκεντρώνουν, φέρει σε επαφή, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώνει
Случайные слова
Свежий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: χαρωπός, γλυκός, πρόσφατος, νωπός, ξηρός, φρέσκος, ζεστός, καραμέλα, ζωντανός, δροσερός, τραγανιστός, καινούριος, τσουχτερός, νέος, κεφάτος, φρέσκο, φρέσκα, νωπά, νωπών, νωπού
Переводы: χαρωπός, γλυκός, πρόσφατος, νωπός, ξηρός, φρέσκος, ζεστός, καραμέλα, ζωντανός, δροσερός, τραγανιστός, καινούριος, τσουχτερός, νέος, κεφάτος, φρέσκο, φρέσκα, νωπά, νωπών, νωπού