Свершить на греческом языке

Перевод: свершить, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υλοποιώ, διαπράττω, υλοποιούμαι, άσκηση, δεσμεύω, εκπληρώνω, καταφέρω, επιτυγχάνω, όργανο, εργαλείο, πραγματοποιώ, κάνω, ολοκληρώσει, επιτύχει, επιτευχθεί, ολοκληρώσουν, επίτευξη
Свершить на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: свершить

совершить синоним, свершить это, совершить правосудие, как совершить революцию, совершить викисловарь, свершить словарь иностранных слов греческий, свершить на греческом языке

Переводы

  • свершать на греческом языке - κάνω, υλοποιώ, καταφέρω, εργαλείο, διαπράττω, όργανο, δεσμεύω, ...
  • свершение на греческом языке - πρακτική, απόδοση, παράσταση, διενέργεια, εφαρμογή, άσκηση, εκπλήρωση, ...
  • свершиться на греческом языке - συμβαίνω, διαδραματίζω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει
  • сверять на греческом языке - παραβάλλω, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Случайные слова
Свершить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υλοποιώ, διαπράττω, υλοποιούμαι, άσκηση, δεσμεύω, εκπληρώνω, καταφέρω, επιτυγχάνω, όργανο, εργαλείο, πραγματοποιώ, κάνω, ολοκληρώσει, επιτύχει, επιτευχθεί, ολοκληρώσουν, επίτευξη