Свидетельствовать на греческом языке
Перевод: свидетельствовать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δείχνω, κρένω, ξεχωρίζω, διαλαλώ, μαρτυρώ, καταδεικνύω, υποφέρω, πιστοποιώ, μιλώ, γεννώ, λέω, εμφαίνω, φανερώνω, αφηγούμαι, διηγούμαι, πληρώνω, μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: свидетельствовать
свидетельствовать уважение, свидетельствовать значение слова, свидетельствовать проверочное слово, свидетельствовать о, свидетельствовать синоним, свидетельствовать словарь иностранных слов греческий, свидетельствовать на греческом языке
Переводы
- свидетельница на греческом языке - μάρτυρας, μαρτυρώ, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
- свидетельство на греческом языке - αποδείξεις, απόδειξη, πιστοποιητικό, στοιχεία, κατάθεση, μαρτυρώ, δίπλωμα, ...
- свидетельствует на греческом языке - παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει
- свидетельствующий на греческом языке - αμφιλεγόμενος, ερειστικός, που πιστοποιεί, πιστοποιεί, μαρτυρούν, που να πιστοποιεί, βεβαιώνει
Случайные слова
Свидетельствовать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δείχνω, κρένω, ξεχωρίζω, διαλαλώ, μαρτυρώ, καταδεικνύω, υποφέρω, πιστοποιώ, μιλώ, γεννώ, λέω, εμφαίνω, φανερώνω, αφηγούμαι, διηγούμαι, πληρώνω, μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
Переводы: δείχνω, κρένω, ξεχωρίζω, διαλαλώ, μαρτυρώ, καταδεικνύω, υποφέρω, πιστοποιώ, μιλώ, γεννώ, λέω, εμφαίνω, φανερώνω, αφηγούμαι, διηγούμαι, πληρώνω, μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες