Связывание на греческом языке
Перевод: связывание, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συνδέω, διασταύρωση, δεμένος, σχέση, ανταπόκριση, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, πεδικλώνω, συνουσία, σύνδεση, δένω, στερέωση, σύνδεσμος, κλωστή, σύμπλεγμα, γραβάτα, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: связывание
связывание таблиц, связывание arp, связывание во французском языке, связывание человека, связывание тарифов, связывание словарь иностранных слов греческий, связывание на греческом языке
Переводы
- связный на греческом языке - αποπνιχτικός, πνιγηρός, κολλητός, κοντά, συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, ...
- связующий на греческом языке - δέσιμο, δεσμευτικός, κόλλα, συμβατός, συνδετικός, δεσμευτική, δέσμευσης, ...
- связывать на греческом языке - συνδέω, πεδικλώνω, λοιδορώ, βιβλιοδετώ, μένω, φιόγκος, συνέταιρος, ...
- связываться на греческом языке - συσχετίζω, συνέταιρος, επαφή, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, ...
Случайные слова
Связывание на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συνδέω, διασταύρωση, δεμένος, σχέση, ανταπόκριση, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, πεδικλώνω, συνουσία, σύνδεση, δένω, στερέωση, σύνδεσμος, κλωστή, σύμπλεγμα, γραβάτα, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Переводы: συνδέω, διασταύρωση, δεμένος, σχέση, ανταπόκριση, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, πεδικλώνω, συνουσία, σύνδεση, δένω, στερέωση, σύνδεσμος, κλωστή, σύμπλεγμα, γραβάτα, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς