Сдавливать на греческом языке
Перевод: сдавливать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ζουλώ, στύβω, στριμώχνω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Другие языки
Родственные слова: сдавливать
сдавливать перевод, сдавливать синоним, сдавливать словарь иностранных слов греческий, сдавливать на греческом языке
Переводы
- сдавленный на греческом языке - ασφυξία, περιορίζεται, περιορίζονται, περιορισμούς, περιορισμένη, περιορισμένες
- сдавливание на греческом языке - στριμώχνω, ζουλώ, συμπίεση, στύβω, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, ...
- сдать на греческом языке - πέρασμα, στενά, δίνω, περνώ, θάνατος, δείκτης, τοποθετώ, ...
- сдаться на греческом языке - παραδίδω, απογοητεύσει, απογοητεύσουμε, απογοητευμένοι, απογοητευθεί, απογοήτευση
Случайные слова
Сдавливать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ζουλώ, στύβω, στριμώχνω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Переводы: ζουλώ, στύβω, στριμώχνω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως