Сдерживание на греческом языке
Перевод: сдерживание, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εξαναγκασμός, χαλιναγωγώ, απόκρυψη, έλεγχος, εξουσιάζω, εγκράτεια, μετριοπάθεια, κράσπεδο, καταστολή, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: сдерживание
сдерживание эмоций, сдерживание китая, сдерживание россии, сдерживание синоним, сдерживание кала, сдерживание словарь иностранных слов греческий, сдерживание на греческом языке
Переводы
- сдержаться на греческом языке - αναχαιτίζω, εξουσιάζω, έλεγχος, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, ...
- сдерживаемый на греческом языке - πεντ-
- сдерживать на греческом языке - μετριοπαθής, δεσπόζω, περιέχω, παρεμποδίζω, αναχαιτίζω, μέτριος, οργή, ...
- сдерживаться на греческом языке - εξουσιάζω, απέχω, επωδός, αναχαιτίζω, έλεγχος, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, ...
Случайные слова
Сдерживание на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εξαναγκασμός, χαλιναγωγώ, απόκρυψη, έλεγχος, εξουσιάζω, εγκράτεια, μετριοπάθεια, κράσπεδο, καταστολή, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για
Переводы: εξαναγκασμός, χαλιναγωγώ, απόκρυψη, έλεγχος, εξουσιάζω, εγκράτεια, μετριοπάθεια, κράσπεδο, καταστολή, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για