Скалькулировать на греческом языке
Перевод: скалькулировать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υπολογίζω, λογαριάζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: скалькулировать
скалькулировать словарь иностранных слов греческий, скалькулировать на греческом языке
Переводы
- скалывать на греческом языке - καρφίτσα, γόμφος, διάτμηση, διάτμησης, διατμήσεως, διατμητική, διατμητικής
- скальд на греческом языке - ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
- скальный на греческом языке - βράχος, βράχο, ροκ, βράχου, πέτρα
- скальп на греческом языке - δέρμα της κεφαλής, τριχωτό της κεφαλής, τριχωτού της κεφαλής, κρανίο, του τριχωτού της κεφαλής
Случайные слова
Скалькулировать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υπολογίζω, λογαριάζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει
Переводы: υπολογίζω, λογαριάζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει