Скальп на греческом языке
Перевод: скальп, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δέρμα της κεφαλής, τριχωτό της κεφαλής, τριχωτού της κεφαλής, κρανίο, του τριχωτού της κεφαλής
Другие языки
Родственные слова: скальп
скальп клондайк, скальп костеглодов, скальп газона, скальп экспедишн, скальп это, скальп словарь иностранных слов греческий, скальп на греческом языке
Переводы
- скалькулировать на греческом языке - υπολογίζω, λογαριάζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει
- скальный на греческом языке - βράχος, βράχο, ροκ, βράχου, πέτρα
- скальпель на греческом языке - χειρουργικό νυστέρι, νυστέρι, νυστεριού, σκαρπέλο, νυστέρι για
- скальпировать на греческом языке - δέρμα της κεφαλής, τριχωτό της κεφαλής, τριχωτού της κεφαλής, κρανίο, του τριχωτού της κεφαλής
Случайные слова
Скальп на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δέρμα της κεφαλής, τριχωτό της κεφαλής, τριχωτού της κεφαλής, κρανίο, του τριχωτού της κεφαλής
Переводы: δέρμα της κεφαλής, τριχωτό της κεφαλής, τριχωτού της κεφαλής, κρανίο, του τριχωτού της κεφαλής