Скапливать на греческом языке
Перевод: скапливать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μαζεύομαι, διασώζω, περισυλλέγω, συσσωρεύω, αποταμιεύω, αποκρούω, μαζεύω, εκτός, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: скапливать
скапливать словарь иностранных слов греческий, скапливать на греческом языке
Переводы
- сканирование на греческом языке - σάρωση, σάρωσης, σαρώσεως, ανίχνευση, ανίχνευσης
- сканировать на греческом языке - ερευνώ, αγναντεύω, σαρώνω, σάρωση, σάρωσης, σαρώσεως, ανίχνευση, ...
- скапливаться на греческом языке - συσσωρεύω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
- скапывать на греческом языке - επίπεδο, skapyvat
Случайные слова
Скапливать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μαζεύομαι, διασώζω, περισυλλέγω, συσσωρεύω, αποταμιεύω, αποκρούω, μαζεύω, εκτός, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Переводы: μαζεύομαι, διασώζω, περισυλλέγω, συσσωρεύω, αποταμιεύω, αποκρούω, μαζεύω, εκτός, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί