Сладить на греческом языке
Перевод: сладить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κανονίζω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, τακτοποιώ, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: сладить
сладить значение, сладить словарь даля, сладить чай, сладить ударение, сладить это, сладить словарь иностранных слов греческий, сладить на греческом языке
Переводы
- слагающий на греческом языке - εξάρτημα, συστατικός, συνθέτουν, απαρτίζουν, που απαρτίζουν, που συνθέτουν, που αποτελούν
- сладенький на греческом языке - μέλι, Το μέλι, μελιού, Honey, του μελιού
- сладкий на греческом языке - καραμέλα, γλυκός, ωραίος, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
- сладко на греческом языке - γλυκέως, γλυκά, γλυκιά, του γλυκά
Случайные слова
Сладить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κανονίζω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, τακτοποιώ, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Переводы: κανονίζω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, τακτοποιώ, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν