Сморщивать на греческом языке
Перевод: сморщивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, ρητιδώ, αυλακώνω, χαρτόν, προκαλέσομε συρρίκνωση, σχηματίσει το κυματοειδές
Другие языки
Родственные слова: сморщивать
сморщивать словарь иностранных слов греческий, сморщивать на греческом языке
Переводы
- сморщенный на греческом языке - συρρικνωμένη, ζαρωμένη, ζαρώνεται, συρρικνωμένα, πτυχωμένες
- сморщивание на греческом языке - αυλάκωση, πτυχώσεως, κυματοειδών, κυμάτωση, κυματώσεως
- сморщиваться на греческом языке - συστέλλομαι, συστέλλω, ζαρώνω, ζαρώνουν, μαραίνεται
- сморщить на греческом языке - ρυτίδα, σκυθρωπιάζω, ρυτιδώνω, συνοφρυώνομαι, ζάρα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ...
Случайные слова
Сморщивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, ρητιδώ, αυλακώνω, χαρτόν, προκαλέσομε συρρίκνωση, σχηματίσει το κυματοειδές
Переводы: συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, ρητιδώ, αυλακώνω, χαρτόν, προκαλέσομε συρρίκνωση, σχηματίσει το κυματοειδές