Смущать на греческом языке
Перевод: смущать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παρενοχλώ, διασπώ, συναγερμός, ανατρέπω, αποσπώ, ενοχλώ, υπονομεύω, τρομάζω, πτοώ, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: смущать
смущать на украинском, смущать перевод на украинский, смущать укр, смущать викисловарь, смущать перевод, смущать словарь иностранных слов греческий, смущать на греческом языке
Переводы
- смухлевать на греческом языке - φενακίζω, ζαβολιάρης, κλέβω, εξαπατημένοι, εξαπάτησε, εξαπατηθεί, πέσουν θύματα απάτης, ...
- смущает на греческом языке - μπερδεμένος, συγκεχυμένος, ταραγμένος, σύγχυση, συγχέεται
- смущаться на греческом языке - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, ...
- смущающий на греческом языке - ενοχλητικό, αμηχανία, ντροπιαστική, ενοχλητική, ενοχλητικές
Случайные слова
Смущать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παρενοχλώ, διασπώ, συναγερμός, ανατρέπω, αποσπώ, ενοχλώ, υπονομεύω, τρομάζω, πτοώ, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση
Переводы: παρενοχλώ, διασπώ, συναγερμός, ανατρέπω, αποσπώ, ενοχλώ, υπονομεύω, τρομάζω, πτοώ, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση