Сноровка на греческом языке
Перевод: сноровка, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επιτηδειότητα, επιστήμη, σκάφος, ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, κολάι, δεξιοτεχνία, φιλοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: сноровка
сноровка значение слова, сноровка викисловарь, сноровка фильм, сноровка хватка, сноровка проверочное слово, сноровка словарь иностранных слов греческий, сноровка на греческом языке
Переводы
- сноповязалка на греческом языке - συνδετικό, συνδετικό υλικό, συνδετικού υλικού, συνδετικό μέσο, δέσιμο φύλλων
- сноровистый на греческом языке - επιδέξιος, επιτήδειος, Dexterous, επιδέξια, επιδέξιο
- снос на греческом языке - μετάθεση, υποτίμηση, εξάλειψη, αφαίρεση, κατεδάφιση, κατεδάφισης, κατεδαφίσεων, ...
- сносить на греческом языке - πάσχω, σκίζω, δάκρυ, πετώ, σχίζω, υποφέρω, πέταγμα, ...
Случайные слова
Сноровка на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επιτηδειότητα, επιστήμη, σκάφος, ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, κολάι, δεξιοτεχνία, φιλοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Переводы: επιτηδειότητα, επιστήμη, σκάφος, ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, κολάι, δεξιοτεχνία, φιλοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων