Совершить на греческом языке
Перевод: совершить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επιτυγχάνω, διαπράττω, καταφέρω, φτιάχνω, δεσμεύω, χτυπώ, πεδικλώνω, εξαναγκάζω, πράξη, πραγματοποιώ, συμπεριφέρομαι, κάνω, εκπληρώνω, εκτελώ, απεργία, κατασκευάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: совершить
совершить 5 мульти-убийств, совершить намаз, совершить променад, совершить сделку с дьяволом, совершить кругосветное путешествие, совершить словарь иностранных слов греческий, совершить на греческом языке
Переводы
- совершенствовать на греческом языке - καταφέρω, αναπτύσσω, πραγματοποιώ, επιτυγχάνω, επιβάλλω, αναπτύσσομαι, βελτιώνομαι, ...
- совершенствоваться на греческом языке - πρόοδος, προοδεύω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
- совершиться на греческом языке - διαδραματίζω, συμβαίνω, παίρνω, επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ...
- совестить на греческом языке - κρίμα, ντροπή, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή
Случайные слова
Совершить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επιτυγχάνω, διαπράττω, καταφέρω, φτιάχνω, δεσμεύω, χτυπώ, πεδικλώνω, εξαναγκάζω, πράξη, πραγματοποιώ, συμπεριφέρομαι, κάνω, εκπληρώνω, εκτελώ, απεργία, κατασκευάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Переводы: επιτυγχάνω, διαπράττω, καταφέρω, φτιάχνω, δεσμεύω, χτυπώ, πεδικλώνω, εξαναγκάζω, πράξη, πραγματοποιώ, συμπεριφέρομαι, κάνω, εκπληρώνω, εκτελώ, απεργία, κατασκευάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται