Совместный на греческом языке

Перевод: совместный, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συλλογικός, αμοιβαίος, συνεταιρισμός, συνηθισμένος, άρθρωση, γόμφος, κοινός, ποδιά, γενικός, συνέταιρος, συσχετίζω, συνεργάσιμος, κοψίδι, συνολικός, συμβατός, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών
Совместный на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: совместный

совместный отдых, совместный покупки, совместный патруль фильм, совместный сон с ребенком, совместный гороскоп, совместный словарь иностранных слов греческий, совместный на греческом языке

Переводы

  • совместно на греческом языке - από κοινού, κοινού, κοινή, μαζί
  • совместность на греческом языке - κοινότητα, αρμονία, ενότητα, κοινός, συμβατότητα, συμβατότητας, συμβιβάσιμο, ...
  • совмещать на греческом языке - ανακατεύω, αναμιγνύω, μίγμα, ανακατώνω, συνδέω, συνδυάζω, συνδυασμός, ...
  • совмещаться на греческом языке - συνδυάζω, βρίσκομαι, διανύω, είμαι, σε συνδυασμό, συνδυασμένη, συνδυασμένες, ...
Случайные слова
Совместный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συλλογικός, αμοιβαίος, συνεταιρισμός, συνηθισμένος, άρθρωση, γόμφος, κοινός, ποδιά, γενικός, συνέταιρος, συσχετίζω, συνεργάσιμος, κοψίδι, συνολικός, συμβατός, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών