Сокращаемость на греческом языке

Перевод: сокращаемость, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συσταλτικότητα, συσταλτικότητας, τη συσταλτικότητα, της συσταλτικότητας, συσταλτότητας της
Сокращаемость на греческом языке
Другие языки

Родственные слова: сокращаемость

сокращаемость словарь иностранных слов греческий, сокращаемость на греческом языке

Переводы

  • сократить на греческом языке - συρρικνώνομαι, κοπή, ελαττώνω, συντομεύω, συμπυκνώνω, κόβω, μειώνω, ...
  • сократиться на греческом языке - συρρικνώνομαι, μείωση, συστέλλω, μπαίνω, μειωμένος, μειωμένη, μειώνεται, ...
  • сокращает на греческом языке - μειώνει, μειώνει την, περιορίζει, ελαττώνει, μειώνει το
  • сокращать на греческом языке - μειώνομαι, εγκοπή, μπαίνω, πόρπη, αποβάθρα, συντομεύω, μειώνω, ...
Случайные слова
Сокращаемость на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συσταλτικότητα, συσταλτικότητας, τη συσταλτικότητα, της συσταλτικότητας, συσταλτότητας της