Спаивать на греческом языке
Перевод: спаивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συνενώνω, κολλώ, οξυγονοκολλώ, ενοποιώ, συγκολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: спаивать
спаивать линолеум, спаивать водкой, спаивать словарь, спаивать наушники, спаивать синоним, спаивать словарь иностранных слов греческий, спаивать на греческом языке
Переводы
- спазма на греческом языке - σπασμός, σπασμό, σπασμού, σπασμοί, σπασμούς
- спазматический на греческом языке - σπασμωδικός, σπασμωδικές, σπασμωδική, σπασμωδικό, σπαστικό
- спай на греческом языке - διασταύρωση, ραφή, συμβολή, ένωση, κρίσιμη στιγμή, περίσταση
- спайка на греческом языке - κοψίδι, ραφή, ομόνοια, γόμφος, κοινός, άρθρωση, σύμφυση, ...
Случайные слова
Спаивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συνενώνω, κολλώ, οξυγονοκολλώ, ενοποιώ, συγκολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Переводы: συνενώνω, κολλώ, οξυγονοκολλώ, ενοποιώ, συγκολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων