Спасать на греческом языке
Перевод: спасать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ξαλαφρώνω, εξαγοράζω, διάσωση, αποκρούω, εκτός, ανακουφίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατευνάζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: спасать
спасать или убивать сестричек, спасать во сне, спасать кайдена или эшли, спасать синоним, спасать животных во сне, спасать словарь иностранных слов греческий, спасать на греческом языке
Переводы
- спасатель на греческом языке - σωτηρία, ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστη, ναυαγοσωστικής, lifeguard, ναυαγοσώστες
- спасательный на греческом языке - διάσωση, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής
- спасаться на греческом языке - δραπετεύω, ξεφεύγω, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
- спасающий на греческом языке - οικονομία, αποταμίευση, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Случайные слова
Спасать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ξαλαφρώνω, εξαγοράζω, διάσωση, αποκρούω, εκτός, ανακουφίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατευνάζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Переводы: ξαλαφρώνω, εξαγοράζω, διάσωση, αποκρούω, εκτός, ανακουφίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατευνάζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε