Спаять на греческом языке
Перевод: спаять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, ζαρώνω, κολλώ, συνενώνω, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: спаять
спаять своими руками, спаять наушники 4 провода, спаять нержавейку, спаять провода, спаять усилитель, спаять словарь иностранных слов греческий, спаять на греческом языке
Переводы
- спаянность на греческом языке - ενότητα, αρμονία, συνοχή, συνοχής, τη συνοχή, της συνοχής
- спаянный на греческом языке - πλεκτά, πλεκτό, πλεκτών, πλεγμένο, πλεκτού
- спеваться на греческом языке - ασκώ, αποκτώ, παίρνω, εξασκώ, spevatsya
- спекание на греческом языке - συσσώρευση, συσσωμάτωση, οικισμό, συσσωμάτωσης, οικισμού
Случайные слова
Спаять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, ζαρώνω, κολλώ, συνενώνω, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Переводы: θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, ζαρώνω, κολλώ, συνενώνω, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων