Спихивать на греческом языке
Перевод: спихивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σπρώχνω, σπρώξιμο, σπρώξτε προς τα κάτω, πιέστε προς τα κάτω, σπρώξετε προς τα κάτω, πιέσουν καθοδικά, πιέστε κάτω
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: спихивать
спихивать словарь иностранных слов греческий, спихивать на греческом языке
Переводы
- спитой на греческом языке - κοιμάται, Κρεβάτια, Χωρητικότητα, Άτομα, Κλίνες
- спиться на греческом языке - ωριμάζω, μεστός, ώριμος, μεστώνω, spitsja
- спихнуть на греческом языке - σπρώχνω, σπρώξιμο, ωθώ, ώθηση, shove
- спица на греческом языке - χέρι, ακτίνα, μπράτσο, όπλο, βελόνα, μίλησα, μίλησε, ...
Случайные слова
Спихивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σπρώχνω, σπρώξιμο, σπρώξτε προς τα κάτω, πιέστε προς τα κάτω, σπρώξετε προς τα κάτω, πιέσουν καθοδικά, πιέστε κάτω
Переводы: σπρώχνω, σπρώξιμο, σπρώξτε προς τα κάτω, πιέστε προς τα κάτω, σπρώξετε προς τα κάτω, πιέσουν καθοδικά, πιέστε κάτω