Способствующий на греческом языке
Перевод: способствующий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καλότυχος, καλοκάγαθος, ευοίωνος, ευνοϊκός, τυχερός, πλεονεκτικός, ήπιος, ευμενής, καλοήθης, επίκαιρος, ευνοϊκό, ευνοεί, που ευνοεί, ευνοούν, συντελεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: способствующий
способствующий перевод, способствующий синонимы, способствующий на укр, способствующий словарь иностранных слов греческий, способствующий на греческом языке
Переводы
- способствовать на греческом языке - επισπεύδω, συνεισφέρω, ευνοώ, διευκολύνω, διεγείρω, χάρη, προωθώ, ...
- способствует на греческом языке - προωθεί, προάγει, προωθεί την, προάγει την, προωθεί τη
- спот на греческом языке - βούλα, σπυρί, εντοπίζω, μέρος, κηλίδα, σημείο, επιτόπιους, ...
- спотыкание на греческом языке - σκουντουφλώ, παραπατώ, τρικλίζω, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, ...
Случайные слова
Способствующий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καλότυχος, καλοκάγαθος, ευοίωνος, ευνοϊκός, τυχερός, πλεονεκτικός, ήπιος, ευμενής, καλοήθης, επίκαιρος, ευνοϊκό, ευνοεί, που ευνοεί, ευνοούν, συντελεί
Переводы: καλότυχος, καλοκάγαθος, ευοίωνος, ευνοϊκός, τυχερός, πλεονεκτικός, ήπιος, ευμενής, καλοήθης, επίκαιρος, ευνοϊκό, ευνοεί, που ευνοεί, ευνοούν, συντελεί