Справляться на греческом языке
Перевод: справляться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανατρέχω, εξαναγκάζω, κάνω, συμβουλεύομαι, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, αναφέρομαι, εφευρίσκω, κατασκευάζω, καταφέρνω, παραπέμπω, φτιάχνω, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: справляться
справляться синоним, справляться со стрессом, справляться с работой на английском, справляться на украинском, справляться перевод, справляться словарь иностранных слов греческий, справляться на греческом языке
Переводы
- справка на греческом языке - απόδειξη, πληροφορίες, παραλαβή, ερώτηση, λήψη, αναφορά, ανάκριση, ...
- справлять на греческом языке - κάνω, εορτάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, κρατώ, εξακολουθώ, εξαναγκάζω, ...
- справочник на греческом языке - επικουρία, χωνεύω, βοηθός, εγχειρίδιο, κατάλογος, βοήθεια, ξεναγός, ...
- спрашивать на греческом языке - ερώτημα, παρακαλώ, ερώτηση, ανακρίνω, ζήτημα, ζητώ, ερευνώ, ...
Случайные слова
Справляться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανατρέχω, εξαναγκάζω, κάνω, συμβουλεύομαι, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, αναφέρομαι, εφευρίσκω, κατασκευάζω, καταφέρνω, παραπέμπω, φτιάχνω, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Переводы: ανατρέχω, εξαναγκάζω, κάνω, συμβουλεύομαι, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, αναφέρομαι, εφευρίσκω, κατασκευάζω, καταφέρνω, παραπέμπω, φτιάχνω, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν