Сравниваться на греческом языке
Перевод: сравниваться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κάνω, κατασκευάζω, συγχωνεύω, συγχωνεύομαι, φτιάχνω, εξαναγκάζω, έρχομαι, σύγκριση, σε σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σχέση, σχέση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: сравниваться
сравниваться словарь иностранных слов греческий, сравниваться на греческом языке
Переводы
- сравнивание на греческом языке - παραβολή, σύγκριση, συγκρίνοντας, τη σύγκριση, σύγκρισης, σύγκριση των
- сравнивать на греческом языке - κατασκευάζω, εξομοιώνω, αντιμετωπίζω, αντιπαραθέτω, κάνω, ύπαρχος, φτιάχνω, ...
- сравнимый на греческом языке - συγκρίσιμος, εφάμιλλος, συγκρίσιμα, συγκρίσιμες, συγκρίσιμη, συγκρίσιμων
- сравнительно на греческом языке - σχετικά, σχετικώς, είναι σχετικά
Случайные слова
Сравниваться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κάνω, κατασκευάζω, συγχωνεύω, συγχωνεύομαι, φτιάχνω, εξαναγκάζω, έρχομαι, σύγκριση, σε σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σχέση, σχέση
Переводы: κάνω, κατασκευάζω, συγχωνεύω, συγχωνεύομαι, φτιάχνω, εξαναγκάζω, έρχομαι, σύγκριση, σε σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σχέση, σχέση