Срастаться на греческом языке
Перевод: срастаться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αυξάνομαι, μεγαλώνω, καθορισμένος, τοποθετώ, ζαρώνω, πλέκω, επισκευάζω, θρέφω, συναυξάνω, ενούμαι, συνενώνονται, συγχωνεύονται, συνενωθούν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: срастаться
срастаться или срастаться, срастаться проверочное слово, срастаться синонимы, срастаться перевод, срастаться значение, срастаться словарь иностранных слов греческий, срастаться на греческом языке
Переводы
- срамной на греческом языке - αδιάντροπος, ξετσίπωτος, ασύστολος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ξεδιάντροπο, ...
- срастание на греческом языке - επικάθηση, προσαύξησης, πρόσφυση, συσσώρευσης, πρόσφυσης
- срастись на греческом языке - αυξάνομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνουν μαζί, αναπτυχθούν μαζί, να αναπτυχθούν μαζί, αναπτύσσονται μαζί, μεγαλώσουν μαζί
- срастить на греческом языке - ζαρώνω, πλέκω, συνενώνω, θρέφω, κατατάσσομαι, συνδέω, ράτσα, ...
Случайные слова
Срастаться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αυξάνομαι, μεγαλώνω, καθορισμένος, τοποθετώ, ζαρώνω, πλέκω, επισκευάζω, θρέφω, συναυξάνω, ενούμαι, συνενώνονται, συγχωνεύονται, συνενωθούν
Переводы: αυξάνομαι, μεγαλώνω, καθορισμένος, τοποθετώ, ζαρώνω, πλέκω, επισκευάζω, θρέφω, συναυξάνω, ενούμαι, συνενώνονται, συγχωνεύονται, συνενωθούν