Стеснять на греческом языке
Перевод: стеснять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πατικώνω, σφίγγω, πιέζω, κράτημα, στριμώχνω, στύβω, συνωστισμός, καθορισμένος, πρεσάρω, τοποθετώ, λαβή, σύσπαση, ζουλώ, κράμπα, περιορίζω, συμπιέζω, κράμπες, κράμπας, αρμοσφίκτη, τις κράμπες
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: стеснять
как перестать стесняться, стеснять движения, стесняться синоним, стесняться перевод, не стеснять, стеснять словарь иностранных слов греческий, стеснять на греческом языке
Переводы
- стеснительный на греческом языке - συνεσταλμένος, ντροπαλός, άτολμος, διστακτικός, δειλός, σεμνότυφος, άβολος, ...
- стесниться на греческом языке - πλήθος, διστάζει, διστάζοντας, διστάζουν, να διστάζει, να διστάζουν
- стесняться на греческом языке - διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
- стесывать на греческом языке - πλατεία, τετράγωνο, κλαδεύω, κουρεύω, κοπή, κόβω, κόψιμο, ...
Случайные слова
Стеснять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πατικώνω, σφίγγω, πιέζω, κράτημα, στριμώχνω, στύβω, συνωστισμός, καθορισμένος, πρεσάρω, τοποθετώ, λαβή, σύσπαση, ζουλώ, κράμπα, περιορίζω, συμπιέζω, κράμπες, κράμπας, αρμοσφίκτη, τις κράμπες
Переводы: πατικώνω, σφίγγω, πιέζω, κράτημα, στριμώχνω, στύβω, συνωστισμός, καθορισμένος, πρεσάρω, τοποθετώ, λαβή, σύσπαση, ζουλώ, κράμπα, περιορίζω, συμπιέζω, κράμπες, κράμπας, αρμοσφίκτη, τις κράμπες